ενεστώτας
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ενεστώτας < αρχαία ελληνική ἐνεστώς,αρσενικό της μετ. παθ. ενεστ. του ρήματος ενίσταμαι ως ουσ.
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενεστώτας αρσενικό
- χρόνος ρήματος ο οποίος δηλώνει κάτι που γίνεται στο παρόν ή γίνεται κατ' εξακολούθηση στο παρόν
- η ώρα είναι οκτώ
- ταξιδεύω συχνά στο εξωτερικό για δουλειές
- χρόνος που μερικές φορές χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια πράξη που θα συμβεί σε καθορισμένη στιγμή στο μέλλον
- το τρένο φεύγει στις 8
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
- ιστορικός ενεστώτας: ο ενεστώτας που χρησιμοποιείται σε διηγήσεις που αφορούν το παρελθόν, προκειμένου να δώσει μεγαλύτερη ζωντάνια και παραστατικότητα