παρόν
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παρόν | τα | παρόντα |
γενική | του | παρόντος | των | παρόντων |
αιτιατική | το | παρόν | τα | παρόντα |
κλητική | παρόν | παρόντα | ||
όπως «παρόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παρόν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής παρών
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
παρόν ουδέτερο
- το διάστημα του χρόνου στο οποίο υπάρχουμε κι ενεργούμε, σε αντιδιαστολή με το παρελθόν και το μέλλον
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- (δεν) είναι του παρόντος : (δε) σχετίζεται με τη στιγμή
- επί του παρόντος : σε σχέση με το τώρα
- προς το παρόν : μέχρι αυτή τη στιγμή, προσωρινά
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
παρόν