présent
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | présent | présents |
θηλυκό | présente | présentes |
présent (fr) αρσενικό
- ο ενεστώτας
- Conjuguez le verbe au présent : κλίνετε το ρήμα στον ενεστώτα.
- το παρόν
- Le présent est futile : το παρόν είναι ασήμαντο.
- το δώρο, το χάρισμα
- Il lui a offert des présents : του/της πρόσφερε δώρα.
- ο παρευρισκόμενος
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | présent | présents |
θηλυκό | présente | présentes |
présent (fr)
- παρών
- Il était présent au bal : ήταν παρών στο χορό.