δώρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δώρο | τα | δώρα |
γενική | του | δώρου | των | δώρων |
αιτιατική | το | δώρο | τα | δώρα |
κλητική | δώρο | δώρα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δώρο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δῶρο / δῶρον < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δῶρον < → δείτε τη λέξη δίδωμι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈðo.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δώ‐ρο
- τονικό παρώνυμο: δωρώ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδώρο ουδέτερο
- οτιδήποτε κάποιος χαρίζει σε κάποιον άλλο
- σήμερα ήρθε ο νονός μου και μου έφερε δώρο μια τεράστια λαμπάδα
- το επίδομα που παίρνουν οι μισθωτοί για τις γιορτές των Χριστουγέννων (δέκατος τρίτος μισθός) και του Πάσχα
Συνώνυμα
επεξεργασίαεπίσης κανίσκι, μποναμάς, παλικαριάτικο, πεσκέσι, ρεγάλο → και δείτε τις λέξεις δωρεά, φιλοδώρημα και ανταμοιβή
Εκφράσεις
επεξεργασία- δώρο(ν) άδωρο(ν): λέγεται για προσφορά που δεν έχει καμία αξία (βλέπε: δώρον άδωρον)
- θείο δώρο: κάτι πολύτιμο που μας δόθηκε από το Θεό ή τη φύση.
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία
και τα κύρια ονόματα |
Μεταφράσεις
επεξεργασία δώρο
|