Ετυμολογία

επεξεργασία
δῶρον < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δῶρον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δῶρον ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
δωρο- 



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ δῶρον τὰ δῶρ
      γενική τοῦ δώρου τῶν δώρων
      δοτική τῷ δώρ τοῖς δώροις
δώροισι(ν)
    αιτιατική τὸ δῶρον τὰ δῶρ
     κλητική ! δῶρον δῶρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δώρω
γεν-δοτ τοῖν  δώροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
δῶρον, ήδη μυκηναϊκή 𐀈𐀨 (do-ra, δώρα) < δω- δίδωμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deh₃- (δίνω) [1] με πρόσφυμα *deh₃-ro- [2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δῶρον ουδέτερο

  1. δωρεά, χάρισμα
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 426 (426-427)
    ἦμος δ᾽ ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθε, | δὴ τότε κοιμήσαντο καὶ ὕπνου δῶρον ἕλοντο.
    Όταν ο ήλιος έδυσε κι έπεσε το σκοτάδι, | επήγαν τότε να πλαγιάσουν, για να χαρούν το δώρο του ύπνου.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  2. δώρο (τιμητικό)

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
δωρο- 

Δείτε και #Ετυμολογία 2 και το ρήμα δίδωμι

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
δῶρον < λείπει η ετυμολογία Κατά τον Beekes, δε συνδέεται με το δῶρον (δώρο). [2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δῶρον ουδέτερο

-δωρος με σημασία απόστασης, όπως

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. δώρο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. 2,0 2,1 δῶρον σελ. 363 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.