πολυδωρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυδωρία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυδωρία θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυδωρία
→ δείτε τη λέξη γενναιοδωρία |
πολυδωρία θηλυκό
→ δείτε τη λέξη γενναιοδωρία |