𐀈𐀨
Μυκηναϊκή διάλεκτος (gmy) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- 𐀈𐀨 < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deh₃- (δίνω). Συγγενές: αρχαία ελληνική) δῶρα, πληθυντικός αριθμός του δῶρον
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
𐀈𐀨 (do-ra) αρσενικό
- (πληθυντικός) τα δώρα
Πηγές επεξεργασία
- δώρο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.