δίνω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δίνω < αρχαία ελληνική δίδωμι
ΡήμαΕπεξεργασία
δίνω
- μεταβιβάζω την κυριότητα ή τη χρήση ενός πράγματος σε κάποιον άλλον (με ή χωρίς αντάλλαγμα, μόνιμα ή προσωρινά)
- μεταβιβάζω ένα αντικείμενο που κρατώ σε κάποιον άλλον για να το κρατά αυτός
- δώσε μου τη μια βαλίτσα να σε βοηθήσω
- προσφέρω
- ένα κοριτσάκι έδωσε στην καλεσμένη μια ανθοδέσμη
- παραχωρώ
- δίνω τη θέση μου στο λεωφορείο σε έναν ηλικιωμένο
- (για χειρονομίες) κάνω την ενέργεια που δηλώνει το ουσιαστικό που ακολουθεί
- δίνω ένα φιλί (φιλώ)
- (για χτυπήματα) χτυπώ κάποιον με, καταφέρω
- δίνω γροθιά, μπουνιά, κλοτσιά, σφαλιάρα κλπ
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- δίνε του! φύγε!
- δίνω ένα μάθημα σε κάποιον: τιμωρώ παραδειγματικά κάποιον
- δίνω ένα χεράκι: βοηθώ κάποιον να τελειώσει μια εργασία
- δίνω ένα χέρι ξύλο: δέρνω
- δίνω εξετάσεις: εξετάζομαι
- δίνω μάθημα: εξετάζομαι σε κάποιο μάθημα
- δίνω το λόγο (της τιμής) μου: δεσμεύομαι ηθικά ότι θα κάνω αυτό που υποσχέθηκα
- δίνω το παρών: προσφέρομαι σε μια κοινή προσπάθεια
- δίνω υπόσχεση: υπόσχομαι
- μου τη δίνει: με εκνευρίζει
- τα δίνω όλα: προσφέρω τα πάντα, όλες μου τις δυνάμεις
- του δίνω: φεύγω
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δίνω | έδινα | θα δίνω | να δίνω | δίνοντας | |
β' ενικ. | δίνεις | έδινες | θα δίνεις | να δίνεις | δίνε | |
γ' ενικ. | δίνει | έδινε | θα δίνει | να δίνει | ||
α' πληθ. | δίνουμε | δίναμε | θα δίνουμε | να δίνουμε | ||
β' πληθ. | δίνετε | δίνατε | θα δίνετε | να δίνετε | δίνετε | |
γ' πληθ. | δίνουν(ε) | έδιναν δίναν(ε) |
θα δίνουν(ε) | να δίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έδωσα | θα δώσω | να δώσω | δώσει | ||
β' ενικ. | έδωσες | θα δώσεις | να δώσεις | δώσε | ||
γ' ενικ. | έδωσε | θα δώσει | να δώσει | |||
α' πληθ. | δώσαμε | θα δώσουμε | να δώσουμε | |||
β' πληθ. | δώσατε | θα δώσετε | να δώσετε | δώστε | ||
γ' πληθ. | έδωσαν δώσαν(ε) |
θα δώσουν(ε) | να δώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δώσει | είχα δώσει | θα έχω δώσει | να έχω δώσει | ||
β' ενικ. | έχεις δώσει | είχες δώσει | θα έχεις δώσει | να έχεις δώσει | έχε δοσμένο | |
γ' ενικ. | έχει δώσει | είχε δώσει | θα έχει δώσει | να έχει δώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δώσει | είχαμε δώσει | θα έχουμε δώσει | να έχουμε δώσει | ||
β' πληθ. | έχετε δώσει | είχατε δώσει | θα έχετε δώσει | να έχετε δώσει | έχετε δοσμένο | |
γ' πληθ. | έχουν δώσει | είχαν δώσει | θα έχουν δώσει | να έχουν δώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) δοσμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) δοσμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) δοσμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) δοσμένο |
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δίνω