δόση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δόση | οι | δόσεις |
γενική | της | δόσης & δόσεως |
των | δόσεων |
αιτιατική | τη | δόση | τις | δόσεις |
κλητική | δόση | δόσεις | ||
όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δόση < αρχαία ελληνική δόσις < δίδωμι ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική dose)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δόση θηλυκό
- καθένα από τα τμήματα της τμηματικής απόδοσης ενός συνόλου (ποσού, οφειλής κ.λπ.)
- (κατ' επέκταση) οτιδήποτε δίνεται ή γίνεται σταδιακά, σε μικρότερα τμήματα
- (ειδικότερα) η ορισμένη ποσότητα από κάποιο φάρμακο που πρέπει να λάβει ένας ασθενής
- (ειδικότερα) η ποσότητα της ναρκωτικής ουσίας που λαμβάνει κάποιος χρήστης ναρκωτικών
- (ειδικότερα) η ποσότητα ενός υλικού που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί στη μαγειρική ή ζαχαροπλαστική
Επεξεργασία
- δοσάς
- δοσατζής, δοσατζού
- -δοσία
- δοσιμετρία
- δοσίμετρο
- δόσιμο
- δοσοληψία
- δοσολογία
- δοσομετρητής
- → και δείτε τη λέξη δίνω
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Σύνθετα με το δόση
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δόση