μαγειρική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαγειρική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μαγειρικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ma.ʝi.ɾiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐γει‐ρι‐κή
- ομόηχο: μαγειρικοί
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαγειρική θηλυκό
- (γαστρονομία) η τέχνη του να μαγειρεύει κανείς φαγητά
- ↪ σπουδάζει σε σχολή μαγειρικής
- μαγειρική σχολή και τεχνικές μαγειρέματος
επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη μάγειρος
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
μαγειρική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μαγειρικός