↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαγειρική οι μαγειρικές
      γενική της μαγειρικής των μαγειρικών
    αιτιατική τη μαγειρική τις μαγειρικές
     κλητική μαγειρική μαγειρικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαγειρική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μαγειρικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ma.ʝi.ɾiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐γει‐ρι‐κή
ομόηχο: μαγειρικοί

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαγειρική θηλυκό

  1. (μαγειρική) η τέχνη του να μαγειρεύει κανείς φαγητά
    ⮡  σπουδάζει σε σχολή μαγειρικής
  2. μαγειρική σχολή και τεχνικές μαγειρέματος
    ⮡  αγαπώ την ιταλική μαγειρική, αλλά για επίσημα γεύματα προτιμώ τη γαλλική κουζίνα
     συνώνυμα: κουζίνα

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη μάγειρος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

μαγειρική