Δείτε επίσης: σχόλη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σχολή οι σχολές
      γενική της σχολής των σχολών
    αιτιατική τη σχολή τις σχολές
     κλητική σχολή σχολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σχολή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σχολή στη σημασία «εκπαιδευτικός χώρος»[1] (αρχαία σημασία: απραξία, για το οποίο δείτε και σχόλη)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sxoˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σχο‐λή
τονικό παρώνυμο: σχόλη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σχολή θηλυκό

  1. (εκπαίδευση) εκπαιδευτικός οργανισμός που παρέχει σπουδές
    1. που παρέχει εξωσχολικές σπουδές
      ⮡  σχολή χορού, δραματική σχολή
    2. το σύνολο των καθηγητών ή των μαθητών αυτού του οργανισμού
    3. το κτίριο αυτού του οργανισμού
    4. υποδιαίρεση πανεπιστημιακού μαθήματος επιστημονικού κλάδου
      ⮡  Η σχολή μας έχει πέντε τμήματα. Πρέπει να δηλώσω στη Γραμματεία του πανεπιστημίου ποιο θα επιλέξω.
  2. σύστημα φιλοσοφικό, πνευματικό ή καλλιτεχνική τεχνοτροπία
    • (συνεκδοχικά) το σύνολο των οπαδών ή των μαθητών αυτού του συστήματος

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
σχολ- 

σχολή

σχόλη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σχολή αἱ σχολαί
      γενική τῆς σχολῆς τῶν σχολῶν
      δοτική τῇ σχολ ταῖς σχολαῖς
    αιτιατική τὴν σχολήν τὰς σχολᾱ́ς
     κλητική ! σχολή σχολαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σχολᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  σχολαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σχολή < θέμα σχ- όπως στον αόριστο σχεῖν < σχέ-ειν του έχω με δυσερμήνευτα το θέμα σχο- και το επίθημα -λή.[1] Πιθανόν με θεματικό φωνήεν -ο- + -λ- + όπως βολή, στολή, γονή.[2]
Μάλλον δε συνδέεται με το ἀσχαλάω (διστάζω, δυσανασχετώ).
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: σχολή
πιθανόν μεσαιωνικά ελληνικά: σχόλη (με μετακίνηση τόνου) νέα ελληνικά: σχόλη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σχολή, -ῆς θηλυκό

  1. (αρχική σημασία) απραξία, αργία, ανάπαυση, ελεύθερος χρόνος
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 134.2
    ἵνα τρίβωνται πολέμῳ μηδὲ σχολὴν ἄγοντες ἐπιβουλεύωσί τοι
    και για να έχουν ν᾽ ασχολούνται με τον πόλεμο κι όχι να κάθονται αργοί και να συνωμοτούν εναντίον σου
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    1. (+ γενική) παύση δραστηριότητας
    2. απραξία, οκνηρία, τεμπελιά
    3. ο χρόνος της ανάπαυσης που χρησιμοποιείται με τρόπο πνευματικά ωφέλιμο
      ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἀνδρομάχη, στίχ. 551 (550-552)
      Ἡγοῦ σὺ θᾶσσον, οὐ γὰρ ὡς ἔοικέ μοι / σχολῆς τόδ' ἔργον, ἀλλ' ἀνηβητηρίαν / ῥώμην με καὶ νῦν λαμβάνειν, εἴπερ ποτέ.
      Οδήγα με πιο γρήγορα. Το ζήτημα δεν παίρνει αργοπορίες. Όσο καμιά άλλη φορά, θα ᾽θελα να ᾽χα του παλικαριού τη δύναμη.
      Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
  2. (μελέτη)
    1. μελέτη, διδασκαλία, φιλοσοφική συζήτηση
      ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Θεαίτητος, 180b
      ἀλλ' οἶμαι τὰ τοιαῦτα τοῖς μαθηταῖς ἐπὶ 'σχολῆς φράζουσιν, οὓς ἂν βούλωνται ὁμοίους αὑτοῖς ποιῆσαι.
      λείπει η μετάφραση
      ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Νόμοι, 7, 820c
      φιλονικεῖν ἐν ταῖς τούτων ἀξίαισι σχολαῖς
    2. ομάδα μελέτης ή χώρος διδασκαλίας, σχολείο, σχολή
      ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Πολιτικά, 1313b @perseus.tufts.edu, Ed.Ross, Oxford: Clarendon Press. 1957. (5.9.29-30) Aristotelis Opera omnia, vol.1, Parisiis: Didot, 1862
      καὶ μήτε σχολὰς μήτε ἄλλους συλλόγους ἐπιτρέπειν γίγνεσθαι σχολαστικούς

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
σχολ- 

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. σχολή σελ. 1438-1439 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.