Δείτε επίσης: σχολή
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σχόλη οι σχόλες
      γενική της σχόλης
    αιτιατική τη σχόλη τις σχόλες
     κλητική σχόλη σχόλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
σχόλη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σχόλη < αρχαία ελληνική σχολή με αλλαγή του τονισμού για διαφοροποίηση από την σχολή < [1] (ή μέσω του σχολάζω)[2]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σχόλη θηλυκό

  • ημέρα αργίας, αργία
  •   Θα'ρχεται σε μας στη σχόλη του, τ'απομεσήμερο του Σαββάτου - να νοικοκυρεύεται κομμάτι και να τρώει ένα πιάτο σπιτικό φαΐ (Χριστίνα Πουλίδου, Ανω Κάτω, εκδ. Μεταίχμιο, 2016)
      Στη δικιά μας τη δουλειά δεν υπάρχουν καθημερινές και σχόλες.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη σχολή

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. σχόλη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας