σχόλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σχόλη | οι | σχόλες |
γενική | της | σχόλης | — | |
αιτιατική | τη | σχόλη | τις | σχόλες |
κλητική | σχόλη | σχόλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σχόλη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σχόλη < αρχαία ελληνική σχολή με αλλαγή του τονισμού για διαφοροποίηση από την σχολή < [1] (ή μέσω του σχολάζω)[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsxo.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σχό‐λη
- τονικό παρώνυμο: σχολή
Ουσιαστικό
επεξεργασίασχόλη θηλυκό
- ημέρα αργίας, αργία
- ⮡ Στη δικιά μας τη δουλειά δεν υπάρχουν καθημερινές και σχόλες.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ασχολούμαι & συγγενικά
- ξεσκολίζω
- σχολάζω & συγγενικά
→ και δείτε τη λέξη σχολή
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ σχόλη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας