Δείτε επίσης: ἀσχολοῦμαι

Ετυμολογία

επεξεργασία
ασχολούμαι < αρχαία ελληνική ἀσχολοῦμαι, συνηρημένος τύπος του ἀσχολέομαι < ἀ- στερητικό + σχολή

ασχολούμαι, π.αόρ.: ασχολήθηκα (αποθετικό)

  1. καταγίνομαι σε κάτι
  2. επαγγέλλομαι
      αυτήν την περίοδο, ασχολούμαι με επιχειρήσεις

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • ἕπω (αρχαία ελληνικά: ασχολούμαι)

Μεταφράσεις

επεξεργασία