σκόλη
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκόλη | οι | σκόλες |
γενική | της | σκόλης | — | |
αιτιατική | τη | σκόλη | τις | σκόλες |
κλητική | σκόλη | σκόλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σκόλη θηλυκό
- άλλη μορφή του σχόλη
- ※ Ξημερώνοντας τ' Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. (Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον εστί, Ανάγνωσμα πρώτο)
Επεξεργασία
- ↑ σχόλη, σκόλη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.