πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συλλαβισμός οι συλλαβισμοί
      γενική του συλλαβισμού των συλλαβισμών
    αιτιατική τον συλλαβισμό τους συλλαβισμούς
     κλητική συλλαβισμέ συλλαβισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /si.la.viˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συλλαβισμός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

συλλαβισμός αρσενικό

  1. (γραμματική) η διαίρεση μιας λέξης σε συλλαβές στη γραπτή της μορφή ή η εκφώνησή τους
      ο συλλαβισμός της λέξης «κατάσταση» παριστάνεται με τις συλλαβές χωρισμένες από ενωτικά: «κα-τά-στα-ση»
     δείτε και τη λέξη συλλαβοποίηση (για τη συλλαβική ανάλυση της προφοράς)
  2. η συλλαβιστική ικανότητα
      Ο νεαρός μαθητής κατείχε άψογα τον συλλαβισμό.
  3. (συνεκδοχικά) η ανάγνωση με δυσκολία που δείχνει πως αυτός που διαβάζει δυσκολεύεται να διαβάσει και προσπαθεί να συλλαβίσει τις λέξεις

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία