συλλαβισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συλλαβισμός < (συλλαβίζω) συλλαβισ- + -μός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική syllabation[1])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.la.viˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συλ‐λα‐βι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυλλαβισμός αρσενικό
- (γραμματική) η διαίρεση μιας λέξης σε συλλαβές στη γραπτή της μορφή ή η εκφώνησή τους
- ↪ ο συλλαβισμός της λέξης «κατάσταση» παριστάνεται με τις συλλαβές χωρισμένες από ενωτικά: «κα-τά-στα-ση»
- → δείτε και τη λέξη συλλαβοποίηση (για τη συλλαβική ανάλυση της προφοράς)
- η συλλαβιστική ικανότητα
- ↪ Ο νεαρός μαθητής κατείχε άψογα τον συλλαβισμό.
- (συνεκδοχικά) η ανάγνωση με δυσκολία που δείχνει πως αυτός που διαβάζει δυσκολεύεται να διαβάσει και προσπαθεί να συλλαβίσει τις λέξεις
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαείδη συλλαβισμού:
Συγγενικά
επεξεργασία- συλλαβίζω
- συλλαβικός
- συλλαβιστός
- συλλαβοποίηση (όρος της φωνητικής)
- → και δείτε τη λέξη συλλαβή
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Για τους κανόνες του συλλαβισμού, νέους και παλαιότερους δείτε Παράρτημα:Γραμματική#Συλλαβισμός.
- Για τις συλλαβές στην προφορική εκφώνηση, που δε συμπίπτει πάντα με τον συλλαβισμό της γραμματικής, δείτε συλλαβοποίηση.
Μεταφράσεις
επεξεργασία συλλαβισμός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συλλαβισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας