δυσκολία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσκολία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δυσκολία[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.skoˈli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δυ‐σκο‐λί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδυσκολία θηλυκό
- πρόβλημα, δυσλειτουργία, η ανικανότητα να κάνει κανείς κάτι τόσο γρήγορα ή τόσο καλά όσο θα γινόταν κανονικά από άλλους
- μαθησιακές δυσκολίες, δυσκολία αναπνοής
- αντιξοότητα, δυσάρεστη κατάσταση ή περίοδος
- αντιμετωπίζει τις δυσκολίες της ζωής πάντα με αισιοδοξία
- το αποτέλεσμα της ύπαρξης εμποδίων που επιβαρύνουν μια κίνηση ή μια πράξη
- με δυσκολία η κυκλοφορία στο κέντρο της πόλης λόγω των συνεχιζόμενων διαδηλώσεων
Μεταφράσεις
επεξεργασία δυσκολία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ δυσκολία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας