Δείτε επίσης: Κατηγορία: Γαλλική γλώσσα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Wikipedia logo
Η Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα γαλλικά
      γενική των γαλλικών
    αιτιατική τα γαλλικά
     κλητική γαλλικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαλλικά <

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαλλικά ουδέτερο στον πληθυντικό

  1. (γλώσσα) η γαλλική γλώσσα, η γλώσσα που μιλούν στη Γαλλία και στις πρώην αποικίες της
  2. (μεταφορικά, οικείο) οι βρισιές, οι χυδαίες εκφράσεις
    φταίω εγώ τώρα να τον αρχίσω στα γαλλικά;
    ※  Άρχισε ο γέρος τα γαλλικά, σκρόφα, παλιοπουτάνα, διαολοδοσμένη (Λευτέρης Κρητικός, Το νήμα της μέλισσας, εκδ. Σαΐτα, 2012, σελ. 69 [1])

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

γαλλικά

  1. στη γαλλική γλώσσα
    Μη μου μιλάς γαλλικά, δεν καταλαβαίνω τίποτα!
  2. έτσι όπως κάνουν οι Γάλλοι
    το έστριψε αλά γαλλικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

γαλλικά