ενδώνυμο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ενδώνυμο | ενδώνυμα |
γενική | ενδωνύμου & ενδώνυμου |
ενδωνύμων & ενδώνυμων |
αιτιατική | ενδώνυμο | ενδώνυμα |
κλητική | ενδώνυμο | ενδώνυμα |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ενδώνυμο < αγγλική endonym < αρχαία ελληνική ἔνδον + ὄνομα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενδώνυμο ουδέτερο
- (γλωσσολογία) η ονομασία με την οποία ένας λαός ή ένα σύνολο ατόμων ονομάζει τον εαυτό του, το κράτος του ή τον τόπο του
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Ενδώνυμο - εξώνυμο στη Βικιπαίδεια