Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ενδωνύμιο τα ενδωνύμια
      γενική του ενδωνύμιου
ενδωνυμίου
των ενδωνύμιων
ενδωνυμίων
    αιτιατική το ενδωνύμιο τα ενδωνύμια
     κλητική ενδωνύμιο ενδωνύμια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενδωνύμιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: endonym + -ιο < αρχαία ελληνική ἔνδον + ὄνομα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενδωνύμιο ουδέτερο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία