Κατηγορία:Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βούτυρο | τα | βούτυρα |
γενική | του | βούτυρου & βουτύρου |
των | βούτυρων & βουτύρων |
αιτιατική | το | βούτυρο | τα | βούτυρα |
κλητική | βούτυρο | βούτυρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουδέτερα προπαροξύτονα ισοσύλλαβα σε -ο / -α που έχουν δύο τύπους γενικής
- το βούτυρο, του βούτυρου και του βουτύρου, τα βούτυρα, των βούτυρων και των βουτύρων
Δείτε επίσης ουδέτερα όπως το 'πρόσωπο' με έναν τύπο γενικής πληθυντικού
για τους συντάκτες: {{el-κλίση-'βούτυρο'}}
|
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 4 υποκατηγορίες, από 4 συνολικά.
Ο
Σελίδες στην κατηγορία "Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 1.048 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- αβοκαντέλαιο
- άγανο
- αγγελιόσημο
- αγγελτήριο
- αγγουρέλαιο
- αγιολόγιο
- αγιωνύμιο
- αγιώνυμο
- άγκιστρο
- αγουρέλαιο
- αγροκαύσιμο
- αγρωνύμιο
- αγωγόσημο
- αδιαίρετο
- άδικο
- αδρόνιο
- αεριόμετρο
- αεροθερμόμετρο
- αζιμούθιο
- άζωτο
- Αιγινήτειο
- αιματοσκόπιο
- αισθητήριο
- ακαθόριστο
- ακόντιο
- ακουάριο
- ακουόμετρο
- ακρόβαθρο
- ακροκέραμο
- ακροκιβώτιο
- ακροπτερύγιο
- ακρορίζιο
- ακρορρίζιο
- ακρότατο
- ακρότυπο
- ακρυλονιτρίλιο
- ακρωνύμιο
- ακτινίδιο
- ακτινοδισκόφωνο
- ακτωνύμιο
- αλευριτέλαιο
- αλευροπρατήριο
- αλκάνιο
- αλκοολόμετρο
- αλλούβιο
- αλλόφωνο
- αλούβιο
- αλόφυτο
- αλφαβητάριο
- αλφάβητο
- Αμαλίειο
- αμαξοστάσιο
- αμέταλλο
- αμίδιο
- αμμόμετρο
- αμοιβολόγιο
- αμπερώριο
- Αμπέτειο
- αμύγδαλο
- άμυλο
- αμυλοζάχαρο
- αμυλοσάκχαρο
- αναβατόριο
- αναγνωσματάριο
- ανάκλιντρο
- αναλόγιο
- ανάχρειο
- αναχωρητήριο
- ανδρείκελο
- ανδρόγυνο
- ανδρωνύμιο
- ανεμολόγιο
- ανεμόμετρο
- ανεμόπτερο
- ανθέμιο
- ανθοκήπιο
- ανθολόγιο
- ανθρωπάριο
- ανθυποβρύχιο
- ανόδιο
- ανοσοκύτταρο
- ανταλλακτήριο
- αντέγγραφο
- αντιβρόχιο
- αντίγραφο
- αντιδάνειο
- αντίδοτο
- αντίθετο
- αντιμήνσιο
- αντιμίνσιο
- αντιμόνιο
- αντίποινο
- αντισωματίδιο
- αντίτιμο
- αντίτυπο
- αντώνυμο
- ανώγειο
- απόδειπνο
- αποθετήριο
- απολυτήριο
- απόλυτο
- απομονωτήριο
- αποξηραντήριο
- απόρρητο
- αποστακτήριο
- απουσιολόγιο
- αραιόμετρο
- αρένιο
- Αρεταίειο
- αρθροσκόπιο
- αριθμόσημο
- αρκοσόλιο
- αρκτικόλεξο
- αρμόνιο
- άροτρο
- Αρσάκειο
- αρτίδιο
- αρχαιοβακτήριο
- αρχέτυπο
- αρχοντολόγιο
- ασβέστιο
- ασφαλιστήριο
- ασφάλιστρο
- ατμόπλοιο
- αυθαίρετο
- αυτεμβόλιο
Β
- βαθμολόγιο
- βαθόμετρο
- βαθύμετρο
- βαθύχορδο
- βάιο
- βαλάντιο
- βαλβιδοστάσιο
- Βαλλιάνειο
- βαλσαμέλαιο
- βανάδιο
- βανοστάσιο
- Βαρβάκειο
- βάριο
- βαρυόνιο
- βατόμετρο
- Βεάκειο
- Βελλίδειο
- βερικοκέλαιο
- βεστιάριο
- βήσαλο
- βιβάριο
- βιβλιάριο
- βιβλιόσημο
- βιμπράφωνο
- βιντεοενδοσκόπιο
- βινύλιο
- βινυλοχλωρίδιο
- βιοαπόβλητο
- βιομεθάνιο
- βιομηχανοστάσιο
- βιομόριο
- βολτάμετρο
- βολτόμετρο
- βομβύκιο
- βόριο
- βότανο
- βουστάσιο
- βουτάνιο
- βουτανονιτρίλιο
- βούτυρο
- Βούτυρο
- βραχωνύμιο
- βρέβιο
- βρόγχιο
- βρογχιόλιο
- βροχόμετρο
- βυνοσάκχαρο