πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγουρέλαιο τα αγουρέλαια
      γενική του αγουρέλαιου
& αγουρελαίου
των αγουρέλαιων
& αγουρελαίων
    αιτιατική το αγουρέλαιο τα αγουρέλαια
     κλητική αγουρέλαιο αγουρέλαια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɣuˈɾe.le.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγουρέλαιο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγουρέλαιο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία