αγουρέλαιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αγουρέλαιο | τα | αγουρέλαια |
γενική | του | αγουρέλαιου & αγουρελαίου |
των | αγουρέλαιων & αγουρελαίων |
αιτιατική | το | αγουρέλαιο | τα | αγουρέλαια |
κλητική | αγουρέλαιο | αγουρέλαια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγουρέλαιο < αγουρ- + -έλαιο, μεταφραστικό δάνειο από τη νέα ελληνική αγουρόλαδο[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɣuˈɾe.le.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γου‐ρέ‐λαι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγουρέλαιο ουδέτερο
- ελαιόλαδο που έχει παραχθεί από:
- από άγουρες, πράσινες ελιές
- από την αρχική σύνθλιψη των καρπών της ελιάς χωρίς τη συνακόλουθη χρήση θερμότητας (ψυχρή έκθλιψη), όπως λ.χ. ζεστού νερού
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λάδι από άγουρες ελιές
|
λάδι από συμπιεσμένες ελιές
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αγουρέλαιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας