αγουρόλαδο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɣuˈɾo.la.ðo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γου‐ρό‐λα‐δο
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγουρόλαδο ουδέτερο
- (λαϊκό) το αγουρέλαιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγουρόλαδο
→ δείτε τη λέξη αγουρέλαιο |