• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αγουρόλαδο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγουρόλαδο τα αγουρόλαδα
      γενική του αγουρόλαδου των αγουρόλαδων
    αιτιατική το αγουρόλαδο τα αγουρόλαδα
     κλητική αγουρόλαδο αγουρόλαδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αγουρόλαδο < αγουρό- + -λαδο

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ɣuˈɾo.la.ðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γου‐ρό‐λα‐δο

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αγουρόλαδο ουδέτερο

  • (λαϊκό) το αγουρέλαιο

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αγουρόλαδο

→ δείτε τη λέξη αγουρέλαιο

Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αγουρόλαδο&oldid=5395812"
Τελευταία επεξεργασία στις 7 Ιανουαρίου 2022, στις 13:50
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 7 Ιανουαρίου 2022, στις 13:50.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie