Κατηγορία:Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σίδερο | τα | σίδερα |
γενική | του | σίδερου | των | σίδερων |
αιτιατική | το | σίδερο | τα | σίδερα |
κλητική | σίδερο | σίδερα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουδέτερα προπαροξύτονα ισοσύλλαβα ουσιαστικό σε -ο με σταθερό τον τόνο σε όλες τις πτώσεις.
- το σίδερο, του σίδερου, τα σίδερα, των σίδερων
Δείτε και τα παροξύτονα όπως 'πεύκο'
για τους συντάκτες: {{el-κλίση-'σίδερο'}} |
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 4 υποκατηγορίες, από 4 συνολικά.
Ο
Σελίδες στην κατηγορία "Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 2.191 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- αβάρσαμο
- αβάσιμο
- αβάσκαντο
- άβατο
- αβγολέμονο
- αβγοτάραχο
- αβγότσουφλο
- αβέβαιο
- αβούτιλο
- αγαθόπαιδο
- αγαθόχορτο
- αγαποβότανο
- αγγελόψαρο
- αγγουρόνερο
- αγήρατο
- αγιάγκαθο
- αγιοδημητριάτικο
- αγιολείψανο
- αγιολούλουδο
- αγιοστέφανο
- αγιόφιδο
- αγιωργίτικο
- αγκιναρόφυλλο
- αγκιναρόχορτο
- αγκύλιο
- αγνάντιο
- αγουρόλαδο
- αγριάπιδο
- Αγριοβότανο
- αγριοβότανο
- αγριοβούβαλο
- αγριογαρίφαλο
- αγριόγιδο
- αγριογούρουνο
- αγριοθύμαρο
- αγριοκάστανο
- αγριοκάτσικο
- αγριοκέρασο
- αγριοκούναβο
- αγριοκούνελο
- αγριόκρινο
- αγριοκύμινο
- αγριοκυπάρισσο
- αγριολάπαθο
- αγριολάχανο
- αγριολίναρο
- αγριολούλουδο
- αγριομούλαρο
- αγριοπερίστερο
- αγριόπευκο
- αγριοπούλαρο
- αγριόπουλο
- αγριοράδικο
- αγριοσίταρο
- αγριόσκυλο
- αγριόχορτο
- αγροτόπαιδο
- αγροτόσπιτο
- αγυιόπαιδο
- αγωγιμόμετρο
- αδιάβροχο
- αδίαντο
- αδιαχώρητο
- αδικαίωτο
- -άδικο
- αεράδικο
- αερέλκυθρο
- αεριόφωτο
- αεριωθούμενο
- αερόθερμο
- αερόκλειδο
- αερόλουτρο
- αεροματσάκονο
- αερόπλανο
- αερόπλοιο
- αερόστατο
- αερόστρωμνο
- αεροτρύπανο
- αερόφρενο
- αερόφυτο
- αερόφωνο
- αετόπουλο
- αζουλένιο
- αθόγαλο
- αθότυρο
- αϊδημητριάτικο
- αιθίνιο
- -αίικο
- αιματάλευρο
- αιματόμετρο
- αιματόξυλο
- αϊνσταΐνιο
- αισχρόλογο
- αϊτόπουλο
- αιωρόπτερο
- ακαταδίωκτο
- ακαταλόγιστο
- ακατόρθωτο
- ακομοδέσιο
- ακρόβουνο
- ακροδάχτυλο
- ακροθάλασσο
- ακρολίμανο
- ακρόλιμνο
- ακρόπρωρο
- αλάβαστρο
- αλανοπερίστερο
- αλατόνερο
- αλατοπίπερο
- αλβανόπουλο
- άλβατρο
- αλεξήνεμο
- αλεξιβάσκανο
- αλεξικέρατο
- αλεξικέραυνο
- αλεξίπτωτο
- αλεπόπουλο
- αλεποτόμαρο
- αλεσφακόλαδο
- αλετρόποδο
- αλευράδικο
- αλευράπιδο
- αλευρόγαλο
- αλευρόζουμο
- αλευροκόσκινο
- Αλευροστάφυλο
- αλητόπαιδο
- άλικο
- αλικούντιο
- αλληλέγγυο
- αλμόλοιπο
- αλμπάνικο
- άλμπουρο
- αλογοπάζαρο
- αλοπήγιο
- αλουμινόχαρτο
- αλουποτόμαρο
- αλσύλλιο
- αλυσέλικτρο
- αλυσοπρίονο
- αμαξάδικο
- αμάραντο
- αμερικανόπαιδο
- αμερικανόπουλο
- αμίαντο
- αμμόκρινο
- αμμόλουτρο
- αμμοχάλικο
- αμπελοστάφυλο
- αμπελοφάσουλο
- αμπελόφυλλο
- αμπελοχώραφο
- αμπερόμετρο
- αμπέχονο
- αμυγδαλέλαιο
- αμυγδαλόλαδο
- αμυλάλευρο
- αμφίσκορο
- ανάγλυφο
- αναπόδραστο
- αναπότρεπτο
- αναπόφευκτο
- αναρχούμενο
- ανδράποδο
- ανδρώνυμο
- ανεμόβροχο
- ανεμοκάμηλο
- ανεμούριο
- ανεμόχολο
- ανεμόχορτο
- ανεξάλειπτο
- ανεξερεύνητο
- ανεξίτηλο
- ανεξιχνίαστο
- ανεπανόρθωτο
- ανέσπερο
- ανέφικτο
- άνηθο
- ανήλιο
- ανθόγαλο
- ανθοκούλουρο
- ανθόκρινο
- ανθόμελο
- ανθόνερο
- ανθότυρο
- ανθρωποπάζαρο
- ανθύλλιο
- ανικανοποίητο
- Αννόβερο
- αντάρτικο
- αντενοκάταρτο
- άντερο
- αντήλιο
- αντίβαρο
- αντιβράχιο
- αντίδερο
- αντίδωρο
- αντίζυγο
- αντίκοιλο
- αντιμάμαλο