Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αδίαντο τα αδίαντα
      γενική του αδίαντου των αδίαντων
    αιτιατική το αδίαντο τα αδίαντα
     κλητική αδίαντο αδίαντα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδίαντο < ελληνιστική κοινή ἀδίαντον, ουδέτερο του ἀδίαντος < ἀ- (στερητικό) + αρχαία ελληνική διαίνω (βρέχω, υγραίνω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αδίαντο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία