είδος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | είδος | τα | είδη |
γενική | του | είδους | των | ειδών |
αιτιατική | το | είδος | τα | είδη |
κλητική | είδος | είδη | ||
όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- είδος < αρχαία ελληνική εἶδος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wéydos < *weyd- (βλέπω)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
είδος ουδέτερο
- έννοια η οποία μπορεί να θεωρηθεί μέλος ενός ευρύτερου γένους
- το θρανίο είναι ένα είδος επίπλου για σχολική χρήση· οι έννοιες "θρανίο" και "έπιπλο" έχουν μεταξύ τους τη σχέση είδους - γένους
- (βιολογία) οργανισμός με κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τον διαφοροποιούν από άλλους που ανήκουν στο ίδιο γένος
- ο σημερινός άνθρωπος ανήκει στο είδος Homo Sapiens του γένους Άνθρωπος (Homo) της οικογένειας των Ανθρωπιδών
- αντικείμενα που πωλούνται
- στο κατάστημά μας θα βρείτε μεγάλη ποικιλία σε ηλεκτρικά είδη
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ειδικός