ταξινομική βαθμίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταξινομική βαθμίδα < → δείτε τη λέξη ταξινομική, βαθμίδα
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαταξινομική βαθμίδα θηλυκό
- υποκατηγορία που ανήκει σε ιεραρχημένο, ταξινομημένο σύνολο δεδομένων
- (ταξινομία, βιολογία) κατηγορία της ιεραρχικής συστηματικής ταξινόμησης των οργανισμών, με βάση καθορισμένα κριτήρια
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Κατηγορία:Ταξινομία (νέα ελληνικά) (γενικοί όροι)
- Κατηγορία:Ταξινομικοί όροι (νέα ελληνικά) (ταξινομικές βαθμίδες)
Ταξινομικές βαθμίδες: (Κατηγορία:Ταξινομικοί όροι στο Βικιλεξικό)
- επικράτεια (regio) ή υπερβασίλειο >>
- >> βασίλειο (regnum) >> υποβασίλειο, ανθυποβασίλειο >>
- >> υπερσυνομοταξία >> συνομοταξία (phylum) >> υποσυνομοταξία >> ανθυποσυνομοταξία >> μικροσυνομοταξία >>
- >> υπερομοταξία >> ομοταξία (classis) >> υφομοταξία >> ανθυφομοταξία >> μικρομοταξία >>
- >> λεγεώνα >> κοόρτης >>
- >> μεγατάξη/μεγάταξη >> υπερτάξη/υπέρταξη >> τάξη (ordo) >> υποτάξη/υπόταξη >> ανθυποτάξη/ανθυπόταξη >> μικροτάξη/μικρόταξη >>
- >> υπεροικογένεια >> οικογένεια (familia) >> υποοικογένεια >>
- >> φύλο (tribus: φυλή) >> υποφύλο >>
- >> γένος (genus) >> υπογένος >>
- >> τμήμα (sectio) μόνο βοτανική >>
- >> υπερείδος >> είδος (species) >> υποείδος >> ανθυποείδος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταξινομική βαθμίδα