υποφύλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υποφύλα | οι | υποφύλες |
γενική | της | υποφύλας | των | υποφυλών |
αιτιατική | την | υποφύλα | τις | υποφύλες |
κλητική | υποφύλα | υποφύλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υποφύλο < υπο- + φύλο (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική subphylum)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυποφύλο θηλυκό
- (ταξινομία, βιολογία) ταξινομικός βαθμός στη βιολογική ταξινομία, που βρίσκεται κάτω από τη συνομοταξία (φύλο) και πάνω από την ομοταξία (κλάση), και χρησιμοποιείται για να διαχωρίσει μεγάλες ομάδες οργανισμών που ανήκουν στην ίδια συνομοταξία, αλλά παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές που δικαιολογούν έναν επιπλέον διαχωρισμό σε μικρότερες κατηγορίες
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- υποφύλο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία υποφύλο
|