↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποφύλα οι υποφύλες
      γενική της υποφύλας των υποφυλών
    αιτιατική την υποφύλα τις υποφύλες
     κλητική υποφύλα υποφύλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υποφύλο < υπο- + φύλο (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική subphylum)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υποφύλο θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία