επιπλέον
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- επιπλέον < αρχαία ελληνική ἐπιπλέον < → δείτε τις λέξεις ἐπί και πλέον
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
επιπλέον
- συν τοις άλλοις, εκτός αυτού, εξάλλου, επίσης, από πάνω
- ζήτησε, επιπλέον, νέες διαβεβαιώσεις ότι...
- απαίτησε, επιπλέον, να του δοθεί και προίκα
- (πριν από ουσιαστικό) πρόσθετος, περισσότερος, παραπάνω
- ζήτησε επιπλέον χρήματα για να ολοκληρώσει το έργο που ανέλαβε
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
επιπλέον
Κλιτικός τύπος μετοχήςΕπεξεργασία
επιπλέον