επιπλέον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- επιπλέον < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπιπλέον < ἐπὶ πλέον < αρχαία ελληνική ἐπὶ πλέον → δείτε τις λέξεις ἐπί και πλέον
Επίρρημα
επεξεργασία
επιπλέον
- εκτός αυτού, επίσης, από πάνω
- ⮡ Ζήτησε, επιπλέον, νέες διαβεβαιώσεις.
- ⮡ Απαίτησε, επιπλέον, να του δοθεί και προίκα.
- ≈ συνώνυμα: συν τοις άλλοις, εξάλλου, επιπρόσθετα
- (με γενική) παραπάνω
- ⮡ Δεν είναι δυνατόν να ξοδέψω τόσα επιπλέον.
- ⮡ Επιπλέον του ωραρίου.
- (επιθετικοποιημένο) πρόσθετος, περισσότερος, παραπάνω
- ⮡ Εν τέλει βρήκε τα επιπλέον χρήματα για να ολοκληρώσει το έργο που ανέλαβε.
- ≈ συνώνυμα: παραπανίσιος, έξτρα, συμπληρωματικός
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- επιπλέον - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- επιπλέον - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας