Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐπὶ πλέον < → δείτε τη λέξη επιπλέον

  Επίρρημα

επεξεργασία

ἐπὶ πλέον

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐπὶ πλέον < ἐπὶ + πλέον (πλέων) < πλέω

  Επίρρημα

επεξεργασία

ἐπὶ πλέον