ἐπί πλέον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἐπὶ πλέον < → δείτε τη λέξη επιπλέον
Επίρρημα επεξεργασία
ἐπὶ πλέον
- (καθαρεύουσα) → δείτε τη λέξη επιπλέον
- ※ μὲ τὸν εὔθυμον καὶ εἰλικρινῆ καὶ διαχυτικὸν χαρακτῆρά του, ἐπὶ πλέον δὲ μὲ τὴν ἀγάπην τῆς Λίνας του,
Μεταφράσεις επεξεργασία
ἐπί πλέον
→ δείτε τη λέξη επιπλέον |
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
ἐπὶ πλέον
- → δείτε τη λέξη επιπλέον
- ※ 4ος π.Χ. αιώνας, Ἀριστοτέλης, Ἀναλυτικῶν ὑστέρων, Βιβλίον β΄
- τὰ δὴ τοιαῦτα ληπτέον μέχρι τούτου, ἕως τοσαῦτα ληφθῇ πρῶτον ὧν ἕκαστον μὲν ἐπὶ πλέον ὑπάρξει, ἅπαντα δὲ μὴ ἐπὶ πλέον· ταύτην γὰρ ἀνάγκη οὐσίαν εἶναι τοῦ πράγματος.
- ※ 4ος π.Χ. αιώνας, Ἀριστοτέλης, Ἀναλυτικῶν ὑστέρων, Βιβλίον β΄