Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐπί < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁epi. Συγγενή: σανσκριτική अपि (ápi)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.pí/ κλασική προφορά 5ου αιώνα
ΔΦΑ : /eˈpi/ ελληνιστική (& μεσαιωνική και νεοελληνική) προφορά με δυναμικό τόνο

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • ἐπ' όταν ακολουθεί φωνήεν με ψιλή
  • ἔπι / ἔπ' με μετακίνηση τόνου, συνήθως πριν από πτωτικό που ακολουθεί
  • ἐφ' όταν ακολουθεί φωνήεν με δασεία

  Πρόθεση

επεξεργασία

ἐπί

  1. + γενική
    1. για τοπική δήλωση
      1. πάνω σε, κοντά σε, πλησίον
      2. ενώπιον
      3. προς κάπου, με κατεύθυνση
    2. για χρονική δήλωση
      1. κατά τη χρονική περίοδο, στις μέρες
    3. αναφορά
    4. διανομή
    5. τρόπο
    6. κατάσταση
    7. επιστασία
    8. εξάρτηση
  2. + δοτική
    1. για τοπική δήλωση
      1. πάνω σε, κοντά σε, πλησίον
      2. ενώπιον
      3. τοπική ακολουθία
    2. για χρονική δήλωση
      1. χρονική διάρκεια, περίσταση
      2. χρονική ακολουθία
    3. για δήλωση αναγκαστικού αιτίου
      1. εξαιτίας
      2. υπό τον όρο, συμφωνία
    4. σκοπό
    5. προσθήκη
    6. τρόπο
    7. αναφορά, σχέση
    8. εναντίον
    9. χάρη
    10. επιστασία
    11. εξάρτηση
    12. τιμή
  3. + αιτιατική
    1. για τοπική δήλωση
      1. πάνω σε, κοντά σε, μπροστά από, μέχρι
      2. διεύθυνση, τέρμα κίνησης
      3. τοπική έκταση
    2. για χρονική δήλωση
      1. χρονική διάρκεια, μέχρι, έως
    3. για δήλωση τελικού αιτίου
      1. για κάτι, με σκοπό
    4. για δήλωση αναφοράς ή συμφωνίας
      1. ως προς, σύμφωνα με
    5. ποσό
    6. μέτρο
    7. τρόπο
    8. εναντίον