ἐπί
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ἐπί < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁epi. Συγγενή: σανσκριτική अपि (ápi)
Προφορά
επεξεργασία
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Πρόθεση
επεξεργασία
ἐπί
- + γενική
- + δοτική
- + αιτιατική
Πηγές
επεξεργασία
- ἐπί - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπί - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.