εξάρτηση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | εξάρτηση | εξαρτήσεις |
γενική | εξάρτησης & εξαρτήσεως |
εξαρτήσεων |
αιτιατική | εξάρτηση | εξαρτήσεις |
κλητική | εξάρτηση | εξαρτήσεις |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εξάρτηση θηλυκό
- κρέμασμα
- το σημείο εξάρτησης ενός εκκρεμούς
- η κατάσταση κατά την οποία είσαι εξαρτημένος από κάποιον ή κάτι για την ικανοποίηση των αναγκών σου.
- η εξάρτηση του παιδιού από τη μητέρα του
- η εξάρτηση της οικονομίας από το πετρέλαιο
- υποταγή σε κάποιον ισχυρότερο
- το κόμμα μας αντιστέκεται στην εξάρτηση της χώρας
- εθισμός
- η εξάρτηση από τη νικοτίνη
- (συντακτικό) ιεραρχική σχέση μεταξύ συντακτικών όρων.
- η εξάρτηση της δευτερεύουσας πρότασης από την κύρια πρόταση"
Επεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
- αυτονομία, αυτάρκεια (2)
- ανεξαρτησία (3)