ανεξαρτησία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ανεξαρτησία θηλυκό
- η κατάσταση του ανεξάρτητου
- η απουσία εξαρτήσεων (από άλλον άνθρωπο, συνθήκες, επιρροές, προκαταλήψεις κλπ)
- η ανεξαρτησία της γυναίκας, η ανεξαρτησία του πνεύματος, οικονομική ανεξαρτησία
- η αυτόνομη πολιτική συγκρότηση και πορεία ενός έθνους, μίας χώρας, η ελευθερία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ανεξαρτησία