καζακικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | καζακικά | ||
γενική | των | καζακικών | ||
αιτιατική | τα | καζακικά | ||
κλητική | καζακικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαζακικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό