Κατηγορία:Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βουνό | τα | βουνά |
γενική | του | βουνού | των | βουνών |
αιτιατική | το | βουνό | τα | βουνά |
κλητική | βουνό | βουνά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουδέτερα ισοσύλλαβα ουσιαστικά σε -ό όπως
- το βουνό, του βουνού, τα βουνά, των βουνών
για τους συντάκτες: {{el-κλίση-'βουνό'}}
|
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 4 υποκατηγορίες, από 4 συνολικά.
Ο
Σελίδες στην κατηγορία "Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 646 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- αβασταγό
- αβγό
- αγαθό
- Αγαθό
- αγαρικό
- αγγειοδιασταλτικό
- αγερικό
- αγκομαχητό
- αγρινό
- αγχολυτικό
- αερικό
- αεροναυαγοσωστικό
- αεροπλανικό
- αιμοστατικό
- αιτιατό
- ακουστικό
- ακρυλικό
- αλαλητό
- αλατερό
- αλευρικό
- αλιευτικό
- αλλαντικό
- αλληλοδιδακτικό
- αμυγδαλωτό
- αναβολικό
- αναγνωστικό
- αναισθητικό
- ανακατερό
- αναλγητικό
- αναληπτικό
- αναφιλητό
- αναψυκτικό
- ανεμικό
- ανθελονοσιακό
- ανθρακικό
- ανθρωποκυνηγητό
- ανθρωπολεπτό
- ανθρωπωνυμικό
- ανοσοποιητικό
- ανταλλακτικό
- αντεθνικό
- αντεμετικό
- αντηλιακό
- αντιαιμοπεταλιακό
- αντιαιμορραγικό
- αντιαλλεργικό
- αντιανεμικό
- αντιαρρυθμικό
- αντιβηχικό
- αντιβιοτικό
- αντιδιαρροϊκό
- αντιελκωτικό
- αντιεμετικό
- αντιηλιακό
- αντιισταμινικό
- αντικαταθλιπτικό
- αντικολλητό
- αντικουνουπικό
- αντιλεξικό
- αντιπαρασιτικό
- αντιπηκτικό
- αντιπιτυριδικό
- αντιπυρετικό
- αντιρευματικό
- αντισηπτικό
- αντισυλληπτικό
- αντιτορπιλικό
- αντιτορπιλλικό
- αντιυπερτασικό
- αντιφυματικό
- αντιχολινεργικό
- απεντομωτικό
- αποδεικτικό
- αποθεματικό
- απολιπαντικό
- απολυμαντικό
- απορριξιμιό
- απορρυπαντικό
- αποσκληρυντικό
- αποσμητικό
- αποσυρραπτικό
- αποτριχωτικό
- αποχρεμπτικό
- αργαλειό
- Αργυρό
- αριθμητικό
- -αριό
- αρματαγωγό
- αρπακτικό
- αρσενικό
- αρτεσιανό
- αρχονταριό
- αρχοντικό
- ασβεσταριό
- ασημικό
- ασκηταριό
- αυγό
- αυχενικό
- αφεντικό
- αφροδισιακό
Β
Γ
Δ
Ε
- εγκεφαλικό
- εδαφοβελτιωτικό
- εθνωνυμικό
- ειλητό
- εκατομμυριοστό
- εκατοστό
- εκκαθαριστικό
- εκρηκτικό
- ελαστικό
- ελαφρυντικό
- ελεφαντοστό
- εμβαδό
- εμετοκαθαρτικό
- εμμηναγωγό
- εμπορικό
- ενδοκρινικό
- ενεργητικό
- ενωτικό
- εξοχικό
- εξωτερικό
- επιβατηγό
- επισκοπικό
- επιτροπικό
- ερπετό
- ερωτηματικό
- εσωτερικό
- ευζωνικό
- εφιδρωτικό
- εωθινό