απορριξιμιό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααπορριξιμιό ουδέτερο
- (ιδιωματικό) που έχει απορριχθεί, που έχει απορριφθεί, απόβλητο
Παροιμίες
επεξεργασία- Απορριξιμιό καράβι κ' σ' αγαθό λιμνιώνα φθάνει
Μεταφράσεις
επεξεργασία απορριξιμιό
|