↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απορριξιμιό τα απορριξιμιά
      γενική του απορριξιμιού των απορριξιμιών
    αιτιατική το απορριξιμιό τα απορριξιμιά
     κλητική απορριξιμιό απορριξιμιά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απορριξιμιό < απορριξιμιός < απορρίχνω + -μιός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

απορριξιμιό ουδέτερο

Παροιμίες

επεξεργασία
  • Απορριξιμιό καράβι κ' σ' αγαθό λιμνιώνα φθάνει

  Μεταφράσεις

επεξεργασία