Δείτε επίσης: ἀπορρίπτω

Ετυμολογία

επεξεργασία

απορρίπτω, αόρ.: απέρριψα/απόρριψα, παθ.φωνή: απορρίπτομαι, π.αόρ.: απορρίφθηκα

  1. δεν (απο)δέχομαι, δεν εγκρίνω
  2. (ιατρική) αποβάλλω

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία