αποβάλλω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποβάλλω < (λόγιο) αρχαία ελληνική ἀποβάλλω. Για την αποβολή μοσχεύματος, (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική reject.[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε απο- + βάλλω.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.poˈva.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐βάλ‐λω
Ρήμα
επεξεργασίααποβάλλω, πρτ.: απέβαλλα, αόρ.: απέβαλα, παθ.φωνή: αποβάλλομαι, π.αόρ.: αποβλήθηκα
- (μεταβατικό) διώχνω, δεν έχω πλέον
- (για μαθητή) του δίνω αποβολή, τον διώχνω (επίσημα) για κάποιο σοβαρό παράπτωμα από το σχολείο για σύντομο χρονικό διάστημα (ή -σπάνια- μόνιμα)
- ⮡ ο μαθητής αποβλήθηκε για μια ώρα
- (αθλητισμός) διώχνω παίκτη από κάποιο αθλητικό παιχνίδι για σοβαρό παράπτωμα (δείχνοντάς του την κόκκινη κάρτα)
- ⮡ Αποβάλλεσαι! είπε ο διαιτητής την πιο κρίσιμη στιγμή του αγώνα
- (για μαθητή) του δίνω αποβολή, τον διώχνω (επίσημα) για κάποιο σοβαρό παράπτωμα από το σχολείο για σύντομο χρονικό διάστημα (ή -σπάνια- μόνιμα)
- (ιατρική)
- (αμετάβατο) (για έγκυο) γεννώ πρόωρα νεκρό παιδί
- ⮡ καταβλήθηκαν προσπάθειες για να μην αποβληθεί το έμβρυο
- (μεταβατικό) (για μεταμόσχευση) δεν δέχεται ο οργανισμός μου το μόσχευμα
- (αμετάβατο) (για έγκυο) γεννώ πρόωρα νεκρό παιδί
Συγγενικά
επεξεργασία- απόβαλμα
- αποβολή
- απόβλητος της κοινωνίας
- βιομηχανικά απόβλητα
→ και δείτε τις λέξεις από και βάλλω
Κλίση
επεξεργασία- Και προφορικός αόριστος: απόβαλα
- Και λόγιες μετοχές, παθητικού αορίστου: αποβληθείς, αποβληθείσα, αποβληθέν παθητικού παρακειμένου: αποβεβλημένος, -η, -ο
- Λόγια γ' πρόσωπα παθητικού αορίστου: ενικός:απεβλήθη, πληθυντικός: απεβλήθησαν[2]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποβάλλω | απέβαλλα | θα αποβάλλω | να αποβάλλω | αποβάλλοντας | |
β' ενικ. | αποβάλλεις | απέβαλλες | θα αποβάλλεις | να αποβάλλεις | απόβαλλε | |
γ' ενικ. | αποβάλλει | απέβαλλε | θα αποβάλλει | να αποβάλλει | ||
α' πληθ. | αποβάλλουμε | αποβάλλαμε | θα αποβάλλουμε | να αποβάλλουμε | ||
β' πληθ. | αποβάλλετε | αποβάλλατε | θα αποβάλλετε | να αποβάλλετε | αποβάλλετε | |
γ' πληθ. | αποβάλλουν(ε) | απέβαλλαν αποβάλλαν(ε) |
θα αποβάλλουν(ε) | να αποβάλλουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απέβαλα | θα αποβάλω | να αποβάλω | αποβάλει | ||
β' ενικ. | απέβαλες | θα αποβάλεις | να αποβάλεις | απόβαλε | ||
γ' ενικ. | απέβαλε | θα αποβάλει | να αποβάλει | |||
α' πληθ. | αποβάλαμε | θα αποβάλουμε | να αποβάλουμε | |||
β' πληθ. | αποβάλατε | θα αποβάλετε | να αποβάλετε | αποβάλετε | ||
γ' πληθ. | απέβαλαν αποβάλαν(ε) |
θα αποβάλουν(ε) | να αποβάλουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποβάλει | είχα αποβάλει | θα έχω αποβάλει | να έχω αποβάλει | ||
β' ενικ. | έχεις αποβάλει | είχες αποβάλει | θα έχεις αποβάλει | να έχεις αποβάλει | ||
γ' ενικ. | έχει αποβάλει | είχε αποβάλει | θα έχει αποβάλει | να έχει αποβάλει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποβάλει | είχαμε αποβάλει | θα έχουμε αποβάλει | να έχουμε αποβάλει | ||
β' πληθ. | έχετε αποβάλει | είχατε αποβάλει | θα έχετε αποβάλει | να έχετε αποβάλει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποβάλει | είχαν αποβάλει | θα έχουν αποβάλει | να έχουν αποβάλει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποβάλλομαι | αποβαλλόμουν(α) | θα αποβάλλομαι | να αποβάλλομαι | ||
β' ενικ. | αποβάλλεσαι | αποβαλλόσουν(α) | θα αποβάλλεσαι | να αποβάλλεσαι | ||
γ' ενικ. | αποβάλλεται | αποβαλλόταν(ε) | θα αποβάλλεται | να αποβάλλεται | ||
α' πληθ. | αποβαλλόμαστε | αποβαλλόμαστε αποβαλλόμασταν |
θα αποβαλλόμαστε | να αποβαλλόμαστε | ||
β' πληθ. | αποβάλλεστε | αποβαλλόσαστε αποβαλλόσασταν |
θα αποβάλλεστε | να αποβάλλεστε | αποβάλλεστε | |
γ' πληθ. | αποβάλλονται | αποβάλλονταν αποβαλλόντουσαν |
θα αποβάλλονται | να αποβάλλονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποβλήθηκα | θα αποβληθώ | να αποβληθώ | αποβληθεί | ||
β' ενικ. | αποβλήθηκες | θα αποβληθείς | να αποβληθείς | |||
γ' ενικ. | αποβλήθηκε | θα αποβληθεί | να αποβληθεί | |||
α' πληθ. | αποβληθήκαμε | θα αποβληθούμε | να αποβληθούμε | |||
β' πληθ. | αποβληθήκατε | θα αποβληθείτε | να αποβληθείτε | αποβληθείτε | ||
γ' πληθ. | αποβλήθηκαν αποβληθήκαν(ε) |
θα αποβληθούν(ε) | να αποβληθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποβληθεί | είχα αποβληθεί | θα έχω αποβληθεί | να έχω αποβληθεί | αποβεβλημένος | |
β' ενικ. | έχεις αποβληθεί | είχες αποβληθεί | θα έχεις αποβληθεί | να έχεις αποβληθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποβληθεί | είχε αποβληθεί | θα έχει αποβληθεί | να έχει αποβληθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποβληθεί | είχαμε αποβληθεί | θα έχουμε αποβληθεί | να έχουμε αποβληθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποβληθεί | είχατε αποβληθεί | θα έχετε αποβληθεί | να έχετε αποβληθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποβληθεί | είχαν αποβληθεί | θα έχουν αποβληθεί | να έχουν αποβληθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία διώχνω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αποβάλλω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)