Ετυμολογία

επεξεργασία
αποβάλλω < (λόγιο) αρχαία ελληνική ἀποβάλλω. Για την αποβολή μοσχεύματος, (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική reject.[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε απο- + βάλλω.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.poˈva.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐βάλ‐λω

αποβάλλω, πρτ.: απέβαλλα, αόρ.: απέβαλα, παθ.φωνή: αποβάλλομαι, π.αόρ.: αποβλήθηκα

  1. (μεταβατικό) διώχνω, δεν έχω πλέον
    ⮡  αποβάλλω μια κακιά συνήθεια
    1. (για μαθητή) του δίνω αποβολή, τον διώχνω (επίσημα) για κάποιο σοβαρό παράπτωμα από το σχολείο για σύντομο χρονικό διάστημα (ή -σπάνια- μόνιμα)
      ⮡  ο μαθητής αποβλήθηκε για μια ώρα
    2. (αθλητισμός) διώχνω παίκτη από κάποιο αθλητικό παιχνίδι για σοβαρό παράπτωμα (δείχνοντάς του την κόκκινη κάρτα)
      ⮡  Αποβάλλεσαι! είπε ο διαιτητής την πιο κρίσιμη στιγμή του αγώνα
  2. (ιατρική)
    1. (αμετάβατο) (για έγκυο) γεννώ πρόωρα νεκρό παιδί
      ⮡  καταβλήθηκαν προσπάθειες για να μην αποβληθεί το έμβρυο
    2. (μεταβατικό) (για μεταμόσχευση) δεν δέχεται ο οργανισμός μου το μόσχευμα
       συνώνυμα: απορρίπτω

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις από και βάλλω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αποβάλλω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)