Κατηγορία:Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Υφολογικές κατηγορίες » Λόγιοι όροι ««« |
για τους συντάκτες:
κλιτικοί τύποι:
|
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 5 υποκατηγορίες, από 5 συνολικά.
Α
Δ
Σελίδες στην κατηγορία "Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 4.804 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)R
V
Α
- αβαθές
- αβάκιο
- αβάσιμο
- αβάσιμος
- αβασιμότητα
- αβδηριτισμός
- αβέβαιο
- αβελτηρία
- αβιάστως
- αβλαβώς
- αβούλως
- αβρόφρων
- αβρόχοις ποσί
- άβυθος
- αγαθοεργός
- αγαθοποιός
- αγαθοσύνη
- αγαθότητα
- αγαλλιώ
- αγαλματώδης
- αγαστός
- αγγέλλω
- αγεννησία
- Αγία Τριάς
- αγιορειτικός
- αγιότοκος
- αγιοτόκος
- αγκύλος
- αγκύρα
- αγλαοί καρποί
- αγλαόκαρπος
- αγνωμονώ
- αγνώμων
- άγομαι
- άγουσα
- αγρεργάτης
- αγρίως
- αγρόν ηγόρασα
- αγρυπνία
- αγχίνοια
- αγχίνους
- άγω
- αδαημοσύνη
- αδάμαντας
- αδάμας
- αδέκαστος
- αδεξιοσύνη
- άδηλος
- αδημονώ
- αδιάγραπτος
- αδιαίρετο
- αδιαλείπτως
- αδιασκέδαστος
- αδιασκόρπιστος
- αδιαφανές
- αδιευκρινίστως
- αδικαίωτο
- αδίκως
- αδολεσχία
- άδοτος
- αδρομερώς
- αδυσώπητα
- αείροος
- αέναα
- αενάως
- αερολεωφορείο
- αηδής
- αθαμβής
- αθεολόγητος
- αθηναιοδίφης
- αθίγγανος
- αθλητοπρέπεια
- αθλητοπρεπής
- αίγα
- αιγαγροπίλημα
- αίγλη
- αιδημοσύνη
- αΐδιος
- αιδώς
- αιθεροβάμων
- αιθερολόγος
- αίλουρος
- αιρεσιμότητα
- αισίως
- αισχρολόγος
- αισχύνη
- αισχυνόμενος
- αιτίαση
- αιτιώμαι
- αιτώ
- αίφνης
- αιφνιδίως
- αιωνίως
- αιωρούμενος
- ακαδημαϊκώς
- ακαθόριστο
- ακαίρως
- ακαλλώπιστα
- άκανθα
- ακάνθινος
- ακανθώδης
- ακανθώνας
- άκαρι
- ακαριαίως
- ακαταγέλαστος
- ακατάκριτα
- ακατόρθωτο
- ακαυτηριάστως
- ακηδής
- ακηδία
- ακηδώς
- ακκίζομαι
- ακλεής
- ακμαίως
- άκμονας
- ακοινολόγητος
- ακόλουθα
- ακολουθείν
- -άκου
- άκουρος
- ακουσίως
- άκρα
- ακράτεια
- ακρεμών
- ακριτομυθία
- ακριτόμυθος
- ακροβολιστί
- άκρον
- άκρον άωτον
- ακροποδητί
- ακρώρεια
- ακτήμονας
- ακτήμων
- ακυρωθείς
- ακώλυτα
- άκων
- αλβανιστί
- αλβανόπαις
- Αλβιών
- Αλβιώνα
- αλγεινός
- αλέκτορας
- Αλεξάνδρου
- αλεξήνεμο
- αλεξήνεμος
- αλεξιβάσκανο
- αλεξίπυρος
- αλεπτούργητος
- αληθής
- *άληστος
- αλιέας
- αλικός
- αλισάχνη
- Άλκηστις
- αλλεπαλληλία
- αλληλοδιαδόχως
- αλληλοεξαρτώ
- αλληλοπεριχώρηση
- αλληλοτραυματίζομαι
- αλληλοϋποβλέπομαι
- αλληλοϋποβλεπόμενος
- αλληλουχία
- αλληλουχώ
- αλλότριος
- Αλλούβιος
- άλυσος
- αλυτάρχης
- αλύταρχος
- αλφαβητισμός
- αλφάβητος
- αλωπεκή
- αλωτός
- αμαθώς
- αμαξηλάτης
- Αμαρούσιο
- αμαρυλλίδα
- αμαυρός
- αμβλύνους
- αμβλώνω
- άμελγμα
- αμέλγω
- αμελητί
- αμελώδητος
- αμελώς
- αμεταδοσία
- αμετακλήτως
- αμετατρέπτως
- αμετροεπώς
- αμετροφάγος
- αμητός
- αμίαντος
- αμιλλώμαι
- αμνησικακία
- αμνησικάκως
- αμνός
- αμνοφαγία
- αμοιβαδόν
- αμοιβαιότητα