Κατηγορία:Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Υφολογικές κατηγορίες » Λόγιοι όροι ««« |
για τους συντάκτες:
κλιτικοί τύποι:
- για ουσιαστικά:
{{ετ|λόγ-κλ-ουσ}}
- για επίθετα:
{{ετ|λόγ-κλ-επίθ}}
- για επώνυμα:
{{ετ|λόγ-κλ-επ}}
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 4 υποκατηγορίες, από 4 συνολικά.
Α
Δ
Λ
Άρθρα στην κατηγορία "Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 3.311 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- αβροδίαιτα
- άβυθος
- αγείρω
- Αγία Τριάς
- αγιορειτικός
- αγιότοκος
- αγιοτόκος
- αγκύρα
- αγλαόκαρπος
- άγος
- άγουσα
- αγρίως
- αγρυπνία
- άγω
- αδαημοσύνη
- αδάμαντας
- αδάμας
- αδέκαστος
- αδεξιοσύνη
- αδημονία
- αδημονώ
- αδιαίρετο
- αδιακώλυτος
- αδιασκέδαστος
- αδιασκόρπιστος
- αδιευκρινίστως
- αδικαίωτο
- αδίκως
- αδολέσχης
- αδολεσχία
- άδοτος
- αδυσώπητα
- αέναα
- αετιδεύς
- αθαμβής
- αθεολόγητος
- αθηναιοδίφης
- αθήρ
- αθίγγανος
- αίγα
- αιγαγροπίλημα
- αίγλη
- αιδημοσύνη
- αΐδιος
- αιδώς
- αιθεροβάμων
- αιθερολόγος
- αιρεσιμότητα
- αισχρολόγος
- αισχύνη
- αισχυνόμενος
- αίφνης
- ακαθόριστο
- ακαλλώπιστα
- άκανθα
- ακανθώδης
- ακανθώνας
- ακαταγέλαστος
- ακατάκριτα
- ακατόρθωτο
- ακαυτηριάστως
- ακηδής
- ακηδία
- ακηδώς
- ακήρατος
- ακκίζομαι
- ακλεής
- ακλυδώνιστα
- άκμονας
- ακόλουθα
- -άκου
- άκρα
- ακράτεια
- ακρεμών
- ακριτομυθία
- ακριτόμυθος
- ακροβολιστί
- ακρώρεια
- άκων
- αλβανιστί
- Αλβιών
- αλγεινός
- Αλεξάνδρου
- αλεξήνεμο
- αλεξήνεμος
- αλεξιβάσκανο
- αλεξίπυρος
- άληστος
- αλιέας
- αλιεύς
- αλισάχνη
- Άλκηστις
- αλλάσσω
- αλλεπαλληλία
- αλληλοπεριχώρηση
- αλληλοϋποβλέπομαι
- αλληλοϋποβλεπόμενος
- αλληλουχία
- αλληλουχώ
- αλλότριος
- αλυτάρχης
- αλύταρχος
- αλφαβητισμός
- αλωπεκή
- αλωτός
- αμαθώς
- αμαξηλάτης
- Αμαρούσιο
- αμαρυλλίδα
- άμα τη εμφανίσει
- αμβλώνω
- άμελγμα
- αμέλγω
- αμελητί
- αμελώδητος
- αμελώς
- αμεταδοσία
- αμετατρέπτως
- αμετροεπώς
- αμετροφάγος
- αμίαντος
- αμιλλώμαι
- αμνησικάκως
- αμνός
- αμοιβαιότητα
- αμόρσιμα
- αμπελοκόμος
- αμυγδαλή
- αμυδρά
- αμυδρώς
- αμφίαλος
- αμφιβαρής
- αμφιβόλως
- αμφιρρεπής
- αμφιρρέπω
- αμφίστομος
- αμφοτεροβαρής
- αμφοτεροβαρώς
- αμφοτέρωθεν
- αναβαθμός
- αναβάθρα
- αναβιβασμός
- αναβιώ
- αναβληθείς
- αναβοώ
- αναβρυτήριο
- αναγεγραμμένος
- αναγκαστός
- αναγώγιμος
- αναδέχομαι
- αναδιφητής
- αναίμακτα
- αναιμάκτως
- ανακεράμωση
- ανακύκληση
- αναμαρτήτως
- αναμέλπω
- ανάντη
- άναξ
- αναπήνιση
- ανάπλευση
- αναπλέω
- ανάπλους
- αναπόδραστο
- αναπότρεπτο
- αναπότρεπτος
- αναπροσελκύω
- ανάρρους
- αναρτήρ
- αναρτήρας
- ανασπώ
- ανασταλτός
- αναταράσσομαι
- αναταράσσω
- ανατείνω
- ανατέμνω
- ανατινάσσω
- ανδραποδισμός
- ανεγείρω
- ανέγκλητος
- ανεγκλήτως
- ανειμένος
- ανεισφορία
- ανέκκλητος
- ανεκλάλητος
- ανεκμυστήρευτα
- ανεκμυστήρευτος
- ανεκποίητος
- ανελεήμονα
- ανελεημόνως
- ανεμοκυκλοπόδης
- ανεμποδίστως
- ανένδοτος
- ανεξάλειπτο
- ανεξάλειπτος
- ανεξερεύνητο
- ανεξίτηλο
- ανεπανόρθωτο
- ανεπίβατος
- ανεπιγνώστως