↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδιάγραπτος η αδιάγραπτη το αδιάγραπτο
      γενική του αδιάγραπτου της αδιάγραπτης του αδιάγραπτου
    αιτιατική τον αδιάγραπτο την αδιάγραπτη το αδιάγραπτο
     κλητική αδιάγραπτε αδιάγραπτη αδιάγραπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδιάγραπτοι οι αδιάγραπτες τα αδιάγραπτα
      γενική των αδιάγραπτων των αδιάγραπτων των αδιάγραπτων
    αιτιατική τους αδιάγραπτους τις αδιάγραπτες τα αδιάγραπτα
     κλητική αδιάγραπτοι αδιάγραπτες αδιάγραπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αδιάγραπτος < α- (στερητικό) + διαγραπ- (< διαγράφω) + -τος [1]

  Επίθετο

επεξεργασία

αδιάγραπτος, -η, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αδιάγραπτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.