αδιάγραπτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααδιάγραπτος, -η, -ο
- (λόγιο) που δεν έχει, ή δεν είναι δυνατό να, διαγραφεί
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αδιάγραπτος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αδιάγραπτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.