Ετυμολογία

επεξεργασία

διαγράφω, πρτ.: διέγραφα, στ.μέλλ.: θα διαγράψω, αόρ.: διέγραψα, παθ.φωνή: διαγράφομαι, μτχ.π.π.: διαγραμμένος

  1. σβήνω ένα τμήμα κειμένου είτε τελείως είτε χαράζοντας πάνω του μια οριζόντια γραμμή, ένα Χ ή άλλο σύμβολο
  2. στερώ από κάποιον την ιδιότητα του μέλους (μιας ένωσης, κόμματος, κοινοβουλευτικής ομάδας κ.λπ.)
  3. θεωρώ οριστικά χαμένο κάτι και παύω να το διεκδικώ ή να με ενδιαφέρει από άποψη συναισθηματική, οικονομική ή άλλη
  4. σχηματίζω μια νοητή γραμμή (τροχιά) καθώς κινούμαι
  5. παρουσιάζω τις βασικές γραμμές ενός σχεδίου
  6. δείτε και το παθητικό διαγράφομαι

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία