θεωρώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θεωρώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θεωρῶ, συνηρημένος τύπος του θεωρέω[1] < θεωρός
- ελέγχω και επικυρώνω < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική viser
- ελέγχω κείμενο για διόρθωση < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική réviser
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θe.oˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐ω‐ρώ
Ρήμα
επεξεργασίαθεωρώ, αόρ.: θεώρησα, παθ.φωνή: θεωρούμαι, π.αόρ.: θεωρήθηκα, μτχ.π.π.: θεωρημένος
- πιστεύω, νομίζω, κρίνω
- ⮡ όποιος δεν θεωρεί χρήσιμα τα μαθήματα αυτά μπορεί να απουσιάσει αλλά η γνώμη μου είναι ότι πρέπει όλοι να έρθουν
- εξετάζω, παρατηρώ μια κατάσταση
- (ειδικότερα) προσκομίζω ένα έγγραφο σε μια δημόσια αρχή όπου ελέγχουν την εγκυρότητα και την ισχύ του, για πάντα ή για περιορισμένο χρονικό διάστημα, και τοποθετούν ειδική σήμανση (θεώρηση) επάνω του
- ⮡ πρέπει να θεωρήσετε όλες τις υπεύθυνες δηλώσεις για το γνήσιο της υπογραφής σε κάποιο ΚΕΠ ή Αστυνομικό Τμήμα
- (ειδικότερα) ελέγχω και επικυρώνω, ως αρμόδιος, την εγκυρότητα και την ισχύ ενός εγγράφου, για πάντα ή για περιορισμένο χρονικό διάστημα
- ⮡ δεν μπορώ να θεωρήσω το βιβλιάριο υγείας σας, για το έτος 2011, γιατί δεν έχετε συμπληρώσει τα απαραίτητα ένσημα
- εξετάζω κείμενο και το διορθώνω
- ⮡ ο επιμελητής της έκδοσης θεωρεί τα χειρόγραφα
Συγγενικά
επεξεργασία- αθεώρητος
- αναθεωρώ & συγγενικά
- ανεπιθεώρητος
- δυσθεώρητος
- επιθεωρώ & συγγενικά
- θεωρείο
- θεώρημα
- θεώρηση
- θεωρητικός
- θεωρία
- θεωρικά
- θεωρούμενος
→ και δείτε τη λέξη θεωρός
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θεωρώ | θεωρούσα | θα θεωρώ | να θεωρώ | θεωρώντας | |
β' ενικ. | θεωρείς | θεωρούσες | θα θεωρείς | να θεωρείς | ||
γ' ενικ. | θεωρεί | θεωρούσε | θα θεωρεί | να θεωρεί | ||
α' πληθ. | θεωρούμε | θεωρούσαμε | θα θεωρούμε | να θεωρούμε | ||
β' πληθ. | θεωρείτε | θεωρούσατε | θα θεωρείτε | να θεωρείτε | θεωρείτε | |
γ' πληθ. | θεωρούν(ε) | θεωρούσαν(ε) | θα θεωρούν(ε) | να θεωρούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | θεώρησα | θα θεωρήσω | να θεωρήσω | θεωρήσει | ||
β' ενικ. | θεώρησες | θα θεωρήσεις | να θεωρήσεις | θεώρησε | ||
γ' ενικ. | θεώρησε | θα θεωρήσει | να θεωρήσει | |||
α' πληθ. | θεωρήσαμε | θα θεωρήσουμε | να θεωρήσουμε | |||
β' πληθ. | θεωρήσατε | θα θεωρήσετε | να θεωρήσετε | θεωρήστε | ||
γ' πληθ. | θεώρησαν θεωρήσαν(ε) |
θα θεωρήσουν(ε) | να θεωρήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω θεωρήσει | είχα θεωρήσει | θα έχω θεωρήσει | να έχω θεωρήσει | ||
β' ενικ. | έχεις θεωρήσει | είχες θεωρήσει | θα έχεις θεωρήσει | να έχεις θεωρήσει | ||
γ' ενικ. | έχει θεωρήσει | είχε θεωρήσει | θα έχει θεωρήσει | να έχει θεωρήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε θεωρήσει | είχαμε θεωρήσει | θα έχουμε θεωρήσει | να έχουμε θεωρήσει | ||
β' πληθ. | έχετε θεωρήσει | είχατε θεωρήσει | θα έχετε θεωρήσει | να έχετε θεωρήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν θεωρήσει | είχαν θεωρήσει | θα έχουν θεωρήσει | να έχουν θεωρήσει |
|
Επίσης, παθητικός αόριστος γ' πρόσωπο ενικού: θεωρείτο, εθεωρείτο, πληθυντικού: θεωρούντο, εθεωρούντο (λόγιοι τύποι)
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θεωρούμαι | θεωρούμουν | θα θεωρούμαι | να θεωρούμαι | θεωρούμενος | |
β' ενικ. | θεωρείσαι | θεωρούσουν | θα θεωρείσαι | να θεωρείσαι | ||
γ' ενικ. | θεωρείται | θεωρούνταν | θα θεωρείται | να θεωρείται | ||
α' πληθ. | θεωρούμαστε | θεωρούμασταν θεωρούμαστε |
θα θεωρούμαστε | να θεωρούμαστε | ||
β' πληθ. | θεωρείστε | θεωρούσασταν θεωρούσαστε |
θα θεωρείστε | να θεωρείστε | θεωρείστε | |
γ' πληθ. | θεωρούνται | θεωρούνταν | θα θεωρούνται | να θεωρούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | θεωρήθηκα | θα θεωρηθώ | να θεωρηθώ | θεωρηθεί | ||
β' ενικ. | θεωρήθηκες | θα θεωρηθείς | να θεωρηθείς | θεωρήσου | ||
γ' ενικ. | θεωρήθηκε | θα θεωρηθεί | να θεωρηθεί | |||
α' πληθ. | θεωρηθήκαμε | θα θεωρηθούμε | να θεωρηθούμε | |||
β' πληθ. | θεωρηθήκατε | θα θεωρηθείτε | να θεωρηθείτε | θεωρηθείτε | ||
γ' πληθ. | θεωρήθηκαν θεωρηθήκαν(ε) |
θα θεωρηθούν(ε) | να θεωρηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω θεωρηθεί | είχα θεωρηθεί | θα έχω θεωρηθεί | να έχω θεωρηθεί | θεωρημένος | |
β' ενικ. | έχεις θεωρηθεί | είχες θεωρηθεί | θα έχεις θεωρηθεί | να έχεις θεωρηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει θεωρηθεί | είχε θεωρηθεί | θα έχει θεωρηθεί | να έχει θεωρηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε θεωρηθεί | είχαμε θεωρηθεί | θα έχουμε θεωρηθεί | να έχουμε θεωρηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε θεωρηθεί | είχατε θεωρηθεί | θα έχετε θεωρηθεί | να έχετε θεωρηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν θεωρηθεί | είχαν θεωρηθεί | θα έχουν θεωρηθεί | να έχουν θεωρηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία θεωρώ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ θεωρώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας