Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα θεωρικά
      γενική των θεωρικών
    αιτιατική τα θεωρικά
     κλητική θεωρικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεωρικά < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θεωρικά ουδέτερο στον πληθυντικό

  • (ιστορία) τα χρήματα που δίνονταν σε άπορους πολίτες της αρχαίας Αθήνας ως θεατρικό εισιτήριο

  Μεταφράσεις επεξεργασία