εισιτήριο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εισιτήριο < αρχαία ελληνική εἰσιτήριον, ουδέτερο του εἰσιτήριος < εἴσειμι < εἰς + εἶμι ((σημασιολογικό δάνειο) γερμανική Εintrittsgeld)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.siˈti.ɾi.o/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εισιτήριο ουδέτερο
- δελτίο που αγοράζει κάποιος και του δίνει το δικαίωμα εισόδου σε ένα συγκοινωνιακό μέσο ή θέαμα
- (μεταφορικά) οτιδήποτε επιτρέπει σε κάποιον να προχωρήσει μπροστά στη ζωή του
- το εισιτήριο για την επαγγελματική επιτυχία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εισιτήριο
|