θέαμα
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | θέαμα | θεάματα |
γενική | θεάματος | θεαμάτων |
αιτιατική | θέαμα | θεάματα |
κλητική | θέαμα | θεάματα |
Ετυμολογία Επεξεργασία
θέαμα < αρχαία ελληνική θέαμα και θέημα (ιωνικός τύπος) < θεάομαι
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
θέαμα ουδέτερο
- εικόνα αντικειμένων ή γεγονότων που βλέπει μπροστά του ο παρατηρητής ή θεατής, ικανή να προξενήσει συναισθηματικές αντιδράσεις
- μεγαλοπρεπές θέαμα
- θλιβερό θέαμα
- μαγευτικό θέαμα
- δημόσια οργανωμένη παρουσίαση, κυρίως με σκοπό την ψυχαγωγία (δημόσιο θέαμα)
- φόρος δημοσίων θεαμάτων
- παράσταση καλλιτεχνικού χαρακτήρα, ιδίως θέατρο ή κινηματογράφος
- φτηνό θέαμα
- κόσμος του θεάματος