παράσταση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παράσταση | οι | παραστάσεις |
γενική | της | παράστασης* | των | παραστάσεων |
αιτιατική | την | παράσταση | τις | παραστάσεις |
κλητική | παράσταση | παραστάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραστάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παράσταση < μεσαιωνική ελληνική παράστασις < αρχαία ελληνική παρίστημι < αρχαία ελληνική παρά + ίστημι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαράσταση θηλυκό
- το να εμφανίζει κάποιος οτιδήποτε μπροστά σε κάποιον
- η αποτυπωμένη σε νόμισμα, ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο, μορφή ενός ή περισσοτέρων ατόμων.
- Κατά την Τουρκοκρατία οι επαναστατικές σημαίες έφεραν παράσταση με τον Δικέφαλο Αετό ή με Σταυρό.
- Πρώτη μαρτυρία για εμφάνιση της σημαίας έχουμε σε παράσταση στο Περσικό αγγείο του Δούριδος.
- η παρουσίαση ενός θεατρικού δρώμενου στη σκηνή του θεάτρου
- του ζητήθηκε να παίξει σε μία παράσταση για φιλανθρωπικό σκοπό
- η από τον νόμο σωστή εμφάνιση (παρουσία ή/και ντύσιμο) δημοσίου ή ιδιωτικού υπαλλήλου-λειτουργού
- Στους προέδρους των Ν.Ε. καταβάλλεται το 1/2 των εξόδων παράστασης του Νομάρχη.
- η παρουσία δικηγόρου στο δικαστήριο
- Έλαβε αμοιβή για δύο παραστάσεις ενώπιον του πρωτοδικείου.
- η διπλωματική ενέργεια (συνήθως στον πληθυντικό: παραστάσεις)
- Οι διπλωματικές παραστάσεις προηγούνται των αντιμέτρων.
- η παρουσίαση με αριθμούς και σύμβολα επιστημονικών πράξεων, εννοιών ή εκφράσεων
- στην παράσταση α2+β αν αντικαταστήσουμε το α με 2 και το β με 4 τότε...
- η γραφική παράσταση του α3 είναι...
Μεταφράσεις
επεξεργασία παράσταση
η παρουσίαση με αριθμούς