Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἵστημι   ἵσταμαι 
Παρατατικός  ἵστην   ἱστάμην 
Μέλλοντας  στήσω   στήσομαι, σταθήσομαι 
Αόριστος  ἔστησα   ἐστησάμην - ἔστην, ἐστάθην 
Παρακείμενος  στήσας ἔχω   ἕστηκα
(ενεργ. τύπος με παθ. σημασία) 
Υπερσυντέλικος  στήσας εἶχον   ἑστήκειν, ἑστήκη, εἱστήκειν
(ενεργ. τύποι με παθ. σημασία) 
Συντελ.Μέλλ.  ἑστήξομαι 

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἵστημι < *σί-στη-μι (με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό)[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stísteh₂- < *steh₂-. Συγγενή: λατινική sto, γερμανική stehen, κ.ά.

  Ρήμα επεξεργασία

ἵστημι (παθητική φωνή: ἵσταμαι)

  1. (+ αιτιατική) στήνω κάτι ή κάποιον, κάνω κάτι να σταθεί όρθιο
  2. είμαι υπαρκτός, έχω παρουσία

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Κλίση επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «ίσταμαι» με εκτενές σχόλιο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. s.v. «σταθερός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία