Βοσνιακά (bs) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

sto (bs)

Συνώνυμα επεξεργασία



Κροατικά (hr) επεξεργασία

  Αριθμητικό επεξεργασία

sto (hr)



Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

sto < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steh₂-, συγγενή: (λατινικά) sisto, (σανσκριτικά) तिष्ठति (tíṣṭhati) (ρίζα √sthā), (αρχαία ελληνικά) ἵστημι, το παλαιοαγγλικό standan ((αγγλικά) stand), (βουλγαρικά) стоя...

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /stoː/
 

  Ρήμα επεξεργασία

sto (la)

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Αριθμητικό επεξεργασία

sto (pl)

Συγγενικά επεξεργασία



Σερβικά (sr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

sto (sr)

  • λατινική γραφή του сто



Τσεχικά (cs) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Αριθμητικό επεξεργασία

sto (cs)

Συγγενικά επεξεργασία