Αριθμητικό

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
sto < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steh₂-, συγγενή: (λατινικά) sisto, (σανσκριτικά) तिष्ठति (tíṣṭhati) (ρίζα √sthā), (αρχαία ελληνικά) ἵστημι, το παλαιοαγγλικό standan ((αγγλικά) stand), (βουλγαρικά) стоя...



Ουσιαστικό

επεξεργασία

sto (sr)

  • λατινική γραφή του сто