Ετυμολογία

επεξεργασία
sisto < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *stísteh₂- < *steh₂-, συγγενές με το (λατινικά) sto, το (σανσκριτικά) तिष्ठति (tíṣṭhati) (ρίζα √sthā), (αρχαία ελληνικά) ἵστημι, το παλαιοαγγλικό standan ((αγγλικά) stand), (βουλγαρικά) стоя...

sisto

  1. θέτω, βάζω
  2. στέκομαι (δίπλα)
  3. συμπαραστέκομαι
  4. (νομικός όρος) παρίσταμαι (σε δικαστήριο)
  5. στηρίζω
  6. τάσσω
  7. μπήγω