Δείτε επίσης: βάζο

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βάζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βιβάζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈva.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βά‐ζω
ομόηχο: βάζο

βάζω, πρτ.: έβαζα, στ.μέλλ.: θα βάλω, αόρ.: έβαλα, π.αόρ.: βάλθηκα, μτχ.π.π.: βαλμένος

  1. μετακινώ κάτι και το αφήνω σε ένα σημείο
    βάζω ένα βιβλίο στη βιβλιοθήκη
     συνώνυμα: τοποθετώ
     αντώνυμα: βγάζω
  2. συμπληρώνω, γράφω, σημειώνω λέξη, γράμμα ή αριθμό ή άλλο σύμβολο σε κενό ενός εγγράφου, δελτίου ή φόρμας
    έπαιξα ΠΡΟΠΟ και στον πρώτο αγώνα έβαλα Χ
  3. (για ρούχα) φορώ, ντύνω ή ντύνομαι
     αντώνυμα: βγάζω
  4. (σε περιφράσεις) εκτελώ την ενέργεια ή προκαλώ το αποτέλεσμα που υποδηλώνει η επόμενη λέξη (συνήθως ουσιαστικό)
    βάζω φωτιά/πυρκαγιά/μπουρλότο
    βάζω βαθμό: αξιολογώ και βαθμολογώ
    βάζω τρικλοποδιά
    βάζω γκολ: πετυχαίνω, σημειώνω γκολ
    βάζω σημάδι: σημαδεύω
    βάζω στο σημάδι: κάνω κάποιον στόχο μιας επίθεσης
    βάζω τέλος: σταματώ, τερματίζω κάτι
    βάζω μπρος / μπροστά: εκκινώ κάτι, ένα μηχάνημα ή μια προσπάθεια, εργασία, επιχείρηση
  5. (στην παθητική φωνή, μόνο στους συνοπτικούς χρόνους) έχω βάλει κάτι στο μυαλό μου και προσπαθώ να το πετύχω
    Δεν ξέρω τι σου έχω κάνει και βάλθηκες να με καταστρέψεις. (...και προσπαθείς τόσο πολύ να με καταστρέψεις)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

σύνθετα με βάζω (δείτε και τα συγγενικά τους)

σύνθετα με το αρχαίο βιβάζω

Παθητική φωνή: → λείπει η κλίση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα