πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετοχή οι μετοχές
      γενική της μετοχής των μετοχών
    αιτιατική τη μετοχή τις μετοχές
     κλητική μετοχή μετοχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μετοχή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μετοχή (συμμετοχή) < μετέχω < μετά + ἔχω


Ουσιαστικό

επεξεργασία

μετοχή θηλυκό

  1. (γραμματική) κλιτή λέξη που διαθέτει τις ιδιότητες του επιθέτου και του ρήματος, ένα είδος ρηματικού επιθέτου
      Η μετοχή λέγεται έτσι γιατί οι ιδιότητές της μετέχουν και στα δυο αυτά μέρη του λόγου.
  2. (οικονομία) χρηματικός τίτλος που αντιπροσωπεύει ένα μέρος του κεφαλαίου μιας επιχείρησης
      Η τιμή των μετοχών στο χρηματιστήριο πέφτει ή ανεβαίνει.
      Η μετοχή ΧΧ όχι μόνον ανέκαμψε, αλλά έκανε άλμα.
    1. (μεταφορικά) πέφτουν οι μετοχές μου: χάνω κύρος
    2. (μεταφορικά) ανεβαίνουν οι μετοχές μου: κερδίζω κύρος
  3. (σπάνιο) η πράξη του να λαμβάνει μέρος κάποιος σε κάτι, η συμμετοχή[3]

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη μετέχω

Δείτε επίσης

επεξεργασία

(γραμματική) νέα ελληνικά  δείτε  το Παράρτημα:Επίθετα_και_μετοχές_(νέα_ελληνικά)/σημειώσεις#Μετοχές

(γραμματική) αρχαία ελληνικά  δείτε  Παράρτημα:Επίθετα και μετοχές (αρχαία ελληνικά)

(οικονομία)

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. μετοχή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. μετοχή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)